Υπάρχει μια φωνή μέσα σου που μιλά χωρίς να ρωτά, χωρίς να περιμένει τη σειρά της. Ψιθυρίζει με βεβαιότητα, χωρίς να έχει μάθει τι σημαίνει επιείκεια. Εμφανίζεται όταν αποτυγχάνεις, αλλά και όταν πετυχαίνεις, γιατί πάντα κάτι λείπει, πάντα κάτι θα μπορούσες να είχες κάνει καλύτερα. Είναι εκεί όταν σιωπάς και σε κατηγορεί για αδράνεια. Την ακούς όταν μιλάς και αμφισβητεί την ουσία των λόγων σου. Σαν ένας ακούραστος παρατηρητής που έχει άποψη για όλα, και σχεδόν ποτέ για καλό.
Ποιος είναι; Ο εσωτερικός σου κριτής.
Δεν χρειάζεται επιχειρήματα· η ίδια του η παρουσία αρκεί για να σου δημιουργήσει αμφιβολία. Κάποιες φορές ακούγεται σχεδόν τρυφερός, προειδοποιώντας: «Μην εκτεθείς», «Δεν είναι η ώρα», «Δεν είσαι έτοιμος». Και τον ακούς, γιατί μοιάζει να ξέρει, γιατί ήταν πάντα εκεί, γιατί μιλά με έναν τόνο που πείθει.
Αυτή η φωνή συχνά μιλά πιο δυνατά από όλες τις άλλες. Σχολιάζει, συγκρίνει, μειώνει. Την μπερδεύεις με τη λογική ή την υπευθυνότητα, όμως δεν καθοδηγεί, περιορίζει. Δεν είναι η συνείδηση· είναι ο φόβος μεταμφιεσμένος σε λογική. Δεν σε ενθαρρύνει να προσπαθήσεις, απαιτεί τελειότητα. Και όταν δεν την πετυχαίνεις, σε τιμωρεί με ενοχές, ανασφάλεια και αμφιβολία.
Πώς σε επηρεάζει;
Για χρόνια πίστευα ότι αυτή η φωνή με προστάτευε. Ότι με κρατούσε σε εγρήγορση, μακριά από την έκθεση, την αποτυχία, την απόρριψη. Νόμιζα πως αν δεν με πίεζε να αποδίδω καλύτερα, να αποδεικνύω συνεχώς την αξία μου, δεν θα ήμουν αρκετά καλή. Μα κάποια στιγμή κατάλαβα πως δεν με κινητοποιούσε πραγματικά να προχωρήσω. Αντίθετα, με εγκλώβιζε σε έναν φαύλο κύκλο τελειομανίας, υπερανάλυσης, εξάντλησης και ενοχής.
Ο εσωτερικός κριτής δεν είναι δική σου φωνή. Είναι το σύνολο των εσωτερικευμένων μηνυμάτων που κουβαλάς: από παιδικά βλέμματα γεμάτα προσδοκία, από λέξεις που πλήγωσαν, από κοινωνικές επιταγές που έμαθες να ακολουθείς. Δεν του αρκεί η πρόθεση, ζητά μόνο αποτέλεσμα. Κι αν δεν είναι «τέλειο», αναλαμβάνει: σε μειώνει, σε καθηλώνει, σε κάνει να σωπαίνεις.
Η αληθινή κριτική, όμως, είναι άλλο πράγμα. Όταν γεννιέται από επίγνωση και όχι από φόβο, γίνεται εργαλείο. Φως. Δεν καταδικάζει· σε καλεί να σταθείς με ειλικρίνεια απέναντι στον εαυτό σου. Ο εσωτερικός κριτής, όμως, δεν αναζητά την αλήθεια· ψάχνει αποδείξεις ότι δεν είσαι αρκετός. Και τις βρίσκει: σε μικρά λάθη, σε σιωπές, σε αβέβαιες στιγμές.
Το πιο επικίνδυνο; Τον πιστεύεις, τον υιοθετείς, τον κάνεις ταυτότητα.
Μέχρι που κουράζεσαι. Όχι από τις συνθήκες, ούτε από τους άλλους, αλλά από εσένα. Από αυτή τη μόνιμη εσωτερική σύγκρουση. Από την ασταμάτητη προσπάθεια να αποδείξεις ότι αξίζεις. Και τότε, ίσως, κάνεις μια παύση. Κοιτάς τη φωνή αυτή από απόσταση και αναρωτιέσαι: «Είναι όντως δική μου;»
Δεν είναι εύκολο να απαντήσεις. Ούτε να τη σωπάσεις. Αλλά αρχίζεις να την παρατηρείς. Να την αμφισβητείς. Να της λες: «Μπορεί να έχεις δίκιο, αλλά σήμερα δεν θα σε πιστέψω». Μαθαίνεις να ζεις μαζί της, χωρίς να την αφήνεις να σε καθοδηγεί. Και κάπως έτσι, ησυχάζει. Όχι πάντα, αλλά αρκετές φορές για να ακούσεις και άλλες φωνές: πίστης, ενθάρρυνσης, αποδοχής, καλοσύνης, αυτοσυμπόνιας.
Πώς να τον διαχειριστείς;
Ο εσωτερικός κριτής δεν εξαφανίζεται. Αλλά μπορεί να αλλάξει ρόλο. Από φωνή ελέγχου, να γίνει φωνή καθοδήγησης. Από εχθρός, να γίνει σύμμαχος. Όταν αρχίσει να βλέπει την πρόθεση πίσω από τα λάθη. Όταν πάψει να ζητά αποδείξεις και αρχίσει να αναγνωρίζει την προσπάθεια.
Δεν έχει σημασία αν για χρόνια του έδινες τα ηνία. Σημασία έχει η στιγμή που του λες: «Σ’ ακούω, αλλά δεν είσαι ολόκληρη η αλήθεια μου». Από εκεί ξεκινά η αλλαγή. Από αυτή τη ρωγμή γεννιέται μια νέα σχέση με τον εαυτό σου. Πιο ελεύθερη. Πιο αληθινή. Πιο ανθρώπινη.
Γιατί πίσω από αυτή τη φωνή κρύβεται κάτι βαθύτερο: μια ανάγκη για αποδοχή, ασφάλεια, αγάπη. Κι αν μπορέσεις να της τα προσφέρεις, ίσως πάψει να φωνάζει. Ίσως γίνει μια ήρεμη υπενθύμιση να είσαι αληθινός, όχι τέλειος. Να είσαι προσεκτικός, όχι φοβισμένος.
Δεν είναι εχθρός. Είναι κομμάτι σου. Και, όπως όλα τα κομμάτια σου, αξίζει να τον κοιτάξεις με καλοσύνη. Να τον καταλάβεις. Να τον μεταμορφώσεις.
Χριστιάνα